- εμφάντασις
- ἐμφάντασις, η (Α)αυτό που εφευρίσκει κανείς με τη φαντασία, η επινόηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμφαντάσεως — ἐμφαντάσεω̆ς , ἐμφάντασις imagination fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)